- σορβιά
- και σουρβιά, και, λογ. τ. σορβία, η Ν [σόρβος]βλ. σουρβιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σουρβιά — Κοινό όνομα με το οποίο είναι γνωστό κυρίως το φυτό σόρβος ο ήμερος, αλλά και μερικά ακόμα είδη του γένους σόρβος, που υπάγεται στην οικογένεια των Ροδιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκαται για δεντρύλλια ή μεγάλους θάμνους, που παράγουν κανονικά άνθη με… … Dictionary of Greek
σόρβος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες τής τάξης ροδώδη, με 90 περίπου είδη, από τα οποία 7 απαντούν και στην Ελλάδα και είναι γνωστά με την κοινή ονομασία σουρβιά ή σορβιά και με τη λόγια ονομασία σορβία … Dictionary of Greek
κυδωνιά — (Cydonia). Γένος καρποφόρων δέντρων της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα) και κοινή ονομασία του μοναδικού είδους του, Cydonia oblonga, το οποίο ήταν παλαιότερα γνωστό και με τις ονομασίες Pyrus cydonia και Cydonia vulgaris. Πρόκειται για… … Dictionary of Greek
σόρβο — Φυτό της υποοικογένειας των πομοειδών ή μηλοειδών της οικογένειας των Ροδιδών, που φτάνει σε ύψος 10 15 μ. Λέγεται και σόρβος ή σουρβιά. Οι καρποί του τρώγονται. Προέρχεται από την Ασία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στην Ευρώπη και σήμερα το συναντούμε… … Dictionary of Greek